αλευρέα

αλευρέα
ἀλευρέα, η (Μ)
είδος φαγητού από χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αθάρα — ἀθάρα, η μσν. τύπος τής αρχ. ελλ. λ. ἀθάρη, η οποία κατά τον Πλίνιο είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Η λ. απαντά ήδη στον Αριστοφάνη (βλ. Πλούτος, 673). Πρόκειται για το χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι και για τον πηχτό ζωμό, που παρασκευάζεται απ’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”